- ἀξιομίσητος
- ἀξιο-μίσητος [pron. full] [ῑ], ον, = foreg., Plu.2.10a, 537d, D.C.38.44:—also [full] ἀξιόμῑσος, ον, A.Eu.366 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αξιομίσητος — η, ο (Α ἀξιομίσητος, ον) αυτός που αξίζει να τον μισεί κανείς, ο μισητός … Dictionary of Greek
ἀξιομίσητον — ἀξιομί̱σητον , ἀξιομίσητος masc/fem acc sg ἀξιομί̱σητον , ἀξιομίσητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιομισής — ἀξιομισής ( οῡς), ές (Α) ο αξιομίσητος* … Dictionary of Greek
ευμίσητος — εὐμίσητος, ον (Α) αυτός που αξίζει να τόν μισεί κάποιος, ο αξιομίσητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μισητός (< μισώ < μίσος)] … Dictionary of Greek
εχθοδοπός — ἐχθοδοπός, όν (Α) 1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητος («πόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο τού έχθος* με επίθημα δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη < εχθο δαπός* με… … Dictionary of Greek
ἀξιομισήτους — ἀξιομῑσήτους , ἀξιομίσητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)